- λάρναξ
- λάρναξ, -ακος, ή, ὁ (AM)βλ. λάρνακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάρναξ — coffer masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακα ή λάρναξ — Ονομασία ξύλινων ή πήλινων κιβωτίων κατά την αρχαιότητα. Χρησιμοποιούνταν κυρίως στις δευτερογενείς ταφές (αποθήκευση των οστών ή της τέφρας του νεκρού), ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι χρησιμοποιούνταν και ως κενοτάφια. Αργότερα, λ. ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
λαρνάκων — λάρναξ coffer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακα — λάρναξ coffer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακας — λάρναξ coffer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακες — λάρναξ coffer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακι — λάρναξ coffer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακος — λάρναξ coffer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρναξι — λάρναξ coffer masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρναξιν — λάρναξ coffer masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)